χαζίρι

χαζίρι
το, Ν
(ιδιωμ. τ.) ετοιμασία («τά θέλει όλα στο χαζίρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hazir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαζίρικος — ια, ο, Ν [χαζίρι] (ιδιωμ. τ.) αυτός τον οποίο βρίσκει έτοιμο κάποιος («χαζίρικο φαΐ») …   Dictionary of Greek

  • χαζιρεύω — Ν [χαζίρι] ετοιμάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”