Dictionary of Greek. 2013.
χαζίρικος — ια, ο, Ν [χαζίρι] (ιδιωμ. τ.) αυτός τον οποίο βρίσκει έτοιμο κάποιος («χαζίρικο φαΐ») … Dictionary of Greek
χαζιρεύω — Ν [χαζίρι] ετοιμάζω … Dictionary of Greek